χιονοτόπι

χιονοτόπι
το
βλ. χιονότοπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χιονοτόπι — το, Ν χιονότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκο τόπι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”